- πειστήρ
πειστήρ, ῆρος, ὁ, der Ueberreder? – der Gehorchende, Unterthan, Sp. – Auch = πεῖσμα, Tau, Strick, zw. L. bei Theocr. 21, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειστήρ, ῆρος, ὁ, der Ueberreder? – der Gehorchende, Unterthan, Sp. – Auch = πεῖσμα, Tau, Strick, zw. L. bei Theocr. 21, 58.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειστήρ — one who obeys masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειστήρ — (I) ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ὑπήκοος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πείθω + επίθημα τήρ (πρβλ. κολασ τήρ)]. (II) ὁ, Α σχοινί, καραβόσκοινο, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. πείσμα (ΙΙ)] … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek