- πιεστός
πιεστός, gedrückt, gepreßt; zu pressen; dah. dem Drucke nachgebend, weich, Arist. meteor. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιεστός, gedrückt, gepreßt; zu pressen; dah. dem Drucke nachgebend, weich, Arist. meteor. 4, 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιεστός — compressible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεστός — ή, ό / πιεστός, ή, όν, ΝΑ [πιέζω] αυτός που μπορεί να πιεσθεί, που μπορεί κάποιος να τόν πιέσει, που έχει τη δυνατότητα να συμπιέζεται, να ελαττώνεται κατά όγκο με την πίεση που ασκείται επάνω του νεοελλ. 1. πεπιεσμένος, ζουλημένος, αυτός που… … Dictionary of Greek
πιεστά — πιεστός compressible neut nom/voc/acc pl πιεστά̱ , πιεστός compressible fem nom/voc/acc dual πιεστά̱ , πιεστός compressible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεστῶν — πιεστός compressible fem gen pl πιεστός compressible masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεστόν — πιεστός compressible masc acc sg πιεστός compressible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιεστοῦ — πιεστός compressible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek