πειρᾱτής

πειρᾱτής

πειρᾱτής, , der Seeräuber oder Kaper, Pol. 4, 3, 8, Strab., Plut. u. a. Sp., wahrscheinlich weil er alle Schiffe versucht oder angreift. S. πειρᾶν 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πειρατής — πειρᾱτής , πειρατής brigand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειρατής — ο, ΝΜΑ [πειρώ / πειρώμαι] ο ληστής τής θάλασσας, αυτός που συλλαμβάνει και ληστεύει εμπορικά πλοία με εξοπλισμένο πλοίο, κουρσάρος («καὶ κατὰ μὲν θάλατταν παραχρῆμα πειρατὰς ἐξέπεμψαν», Πολ.) νεοελλ. αυτός που αποβιβάζεται από πλοίο προσωρινά… …   Dictionary of Greek

  • πειρατής — ο ο ληστής στη θάλασσα, ο κουρσάρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αλλαμός — Πειρατής και τυχοδιώκτης από την Κρήτη. Συνεργάστηκε με τον κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πισκατόρε και τους Γενοβέζους για την κατοχή των ακτών της Κρήτης. Με τη βοήθεια του Α., ο Πισκατόρε κατόρθωσε να υποτάξει τους Κρητικούς και να υποχρεώσει τη… …   Dictionary of Greek

  • πειρατά — πειρᾱτά̱ , πειρατής brigand masc nom/voc/acc dual πειρᾱτά , πειρατής brigand masc voc sg πειρᾱτά , πειρατής brigand masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Peiratis Laganas Zakynthos — Football club infobox clubname = Peiratis Laganas Zakynthos Πειρατής Λαγανά Ζακύνθου nickname = fullname = founded = 2006 ground = Zakynthos, Greece capacity = chairman = manager = league = Zakynthos Football Club Association season = 2006 07… …   Wikipedia

  • πειρατεύω — ΝΜΑ [πειρατής] είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα νεοελλ. μτφ. κλέβω αρχ. 1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου 2. παθ. πειρατεύομαι δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές …   Dictionary of Greek

  • προκουρσάριος — ὁ, Μ κουρσάρος, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κουρσάριος «κουρσάρος, πειρατής»] …   Dictionary of Greek

  • Βετράνο, Λέον — (Leon Vetrano, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο πειρατής Γαφόρης στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό αντιναύαρχο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Κιντ, Γουίλιαμ — (William Kidd, Γκρίνοκ, Σκοτία 1645 – Λονδίνο 1701). Άγγλος πειρατής, που έμεινε γνωστός ως Κάπτεν Κιντ. Εγκατεστημένος στη Νέα Αγγλία (ΗΠΑ), διακρίθηκε στους αγώνες του εναντίον των Γάλλων στις Αντίλλες και το 1695 διορίστηκε πλοίαρχος με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”