πειρατήριον — πειρᾱτήριον , πειρατήριον trial neut nom/voc/acc sg πειρατήριος tentative masc/fem acc sg πειρατήριος tentative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατήριον — τὸ, ΜΑ, ιων. τ. πειρητήριον Α μσν. βασανισμός, βασανιστήριο αρχ. 1. μέσο δοκιμασίας, δοκιμής 2. βάσανος, έλεγχος, δοκιμή 3. πειρασμός, παραπλάνηση 4. ορμητήριο πειρατών 5. πειρατική συμμορία. [ΕΤΎΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ.… … Dictionary of Greek
πειρητήρια — πειρατήριον trial neut nom/voc/acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρητήριον — πειρατήριον trial neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
искушение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. πεῖρα) опыт, попытка; (πειρατήριον)… … Словарь церковнославянского языка
ՀԷՆ — (հինի, նից.) NBH 2 0096 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 13c գ. πειρατής pirata, praedo marina πειρατήριον, ληστήριον latronum sedes, agmen Աւազակ. խումբ աւազակաց ʼի ծովու եւ ʼի ցամաքի. հուղկահար. ելուզակ. հրոսակ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՈՐՁՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0957 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 14c գ. πειρασμός tentatio. Փորձելն իլն. փորձանք. հանդէս. վտանգ. նեղութիւն. կիրք. վիշտք. *Անուանեաց զանուն տեղւոյն այնորիկ փորձութիւն, վասն փորձելոյ նոցա զտէր: Մի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πειρατηρίοις — πειρᾱτηρίοις , πειρατήριον trial neut dat pl πειρατήριος tentative masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατηρίου — πειρᾱτηρίου , πειρατήριον trial neut gen sg πειρατήριος tentative masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατηρίων — πειρᾱτηρίων , πειρατήριον trial neut gen pl πειρατήριος tentative masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατηρίῳ — πειρᾱτηρίῳ , πειρατήριον trial neut dat sg πειρατήριος tentative masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)