- πικρίζω
πικρίζω, bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρίζω, bitter sein, werden, bitter schmecken, Strab., Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρίζω — πικρίζω, πίκρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πικρίζω — Ν ΜΑ [πικρός] έχω πικρή γεύση (α. «τα χόρτα πικρίζουν» β. «πικρίζειν ἐν τῇ γεύσει», Ορειβ.) νεοελλ. 1. γίνομαι πικρός, αποκτώ πικρή γεύση 2. καθιστώ κάτι πικρό, δίνω πικρή γεύση σε κάτι … Dictionary of Greek
πικρίζω — πίκρισα, πικρισμένος, αμτβ., είμαι πικρός, έχω γεύση πικρή: Το γλυκό πικρίζει λίγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικριζόντων — πικρίζω to be pres part act masc/neut gen pl πικρίζω to be pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρίζει — πικρίζω to be pres ind mp 2nd sg πικρίζω to be pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρίζον — πικρίζω to be pres part act masc voc sg πικρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρίζοντα — πικρίζω to be pres part act neut nom/voc/acc pl πικρίζω to be pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρίζων — πικρίζω to be pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικραίνω — πικραίνω, πίκρανα βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεπικρίζω — 1. χάνω την πικράδα μου 2. κάνω κάτι να χάσει την πικράδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + πικρίζω] … Dictionary of Greek
πίκρισμα — το, Ν [πικρίζω] το να πικρίζει κάτι, να έχει πικράδα … Dictionary of Greek