πικρία

πικρία

πικρία, , Bitterkeit, LXX.; gew. übertr., Erbitterung, Zorn, auch Strenge, Härte, bei Dem. 25, 83 der ὠμότης entsprechend, u. öfter; ἡ ἐπὶ τοῖς γεγονόσι πικρία, Pol. 15, 4, 11; καὶ ἀϑυρογλωσσία τοῦ συγγραφέως, 8, 12, 1; πρὸς τὸν δῆμον, plut. Coriol. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πικρία — πικρίᾱ , πικρία bitterness fem nom/voc/acc dual πικρίᾱ , πικρία bitterness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρία — η, ΝΜΑ, και πίκρια, Ν η πίκρα, η βαθιά θλίψη (α. «ο πρώην υπουργός εξέφρασε τη βαθιά πικρία του» β. «πικρίας ἐνεπλήσθην», ΠΔ) μσν. αρχ. αυτό που πικραίνει, που προκαλεί δυσαρέσκεια και θλίψη (α. «ὧν τὸ στόμα ἀρᾱς καὶ πικρίας γέμει», ΚΔ β. «τὴν… …   Dictionary of Greek

  • πικρίᾳ — πικρίαι , πικρία bitterness fem nom/voc pl πικρίᾱͅ , πικρία bitterness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρία — η λύπη, οδύνη, θλίψη: Αμοιβή για όλες τις θυσίες μου ήταν η πικρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικρίας — πικρίᾱς , πικρία bitterness fem acc pl πικρίᾱς , πικρία bitterness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίαι — πικρία bitterness fem nom/voc pl πικρίᾱͅ , πικρία bitterness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίαν — πικρίᾱν , πικρία bitterness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικριῶν — πικρία bitterness fem gen pl πικρίζω to be fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίαις — πικρία bitterness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίην — πικρία bitterness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρίης — πικρία bitterness fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”