- πικρίδιος
πικρίδιος, bitterlich, von einer Feigenart, Ath. III, 78 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρίδιος, bitterlich, von einer Feigenart, Ath. III, 78 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρίδιος — somewhat bitter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρίδιος — ον, Α ο κάπως πικρός, ο πικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + επίθημα ίδιος (πρβλ. μεσ ίδιος)] … Dictionary of Greek
πικρίδιον — endive neut nom/voc/acc sg πικρίδιος somewhat bitter masc acc sg πικρίδιος somewhat bitter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek
πικριδίου — πικρίδιον endive neut gen sg πικρίδιος somewhat bitter masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικριδίῳ — πικρίδιον endive neut dat sg πικρίδιος somewhat bitter masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρίδια — πικρίδιον endive neut nom/voc/acc pl πικρίδιος somewhat bitter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)