πειραίνω — fasten by the ends pres subj act 1st sg πειραίνω fasten by the ends pres ind act 1st sg περαίνω bring to an end pres subj act 1st sg περαίνω bring to an end pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραίνω — Α 1. (ποιητ. τ.) περαίνω 2. προσδένω, δένω κάτι με άλλο, συνδέω με σχοινί τα πείρατα, δηλαδή τα δύο άκρα («σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῡ πειρήναντε» αφού κατασκευάσετε πλέγμα από τις δύο άκρες τού δεσίματος, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖραρ (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
πειραίνει — πειραίνω fasten by the ends pres ind mp 2nd sg πειραίνω fasten by the ends pres ind act 3rd sg περαίνω bring to an end pres ind mp 2nd sg περαίνω bring to an end pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραίνουσι — πειραίνω fasten by the ends pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πειραίνω fasten by the ends pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) περαίνω bring to an end pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περαίνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρήνῃ — πειραίνω fasten by the ends aor subj mid 2nd sg (epic) πειραίνω fasten by the ends aor subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραίνονται — πειραίνω fasten by the ends pres ind mp 3rd pl περαίνω bring to an end pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρήναντε — πειραίνω fasten by the ends aor part act masc/neut nom/voc/acc dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρήναντες — πειραίνω fasten by the ends aor part act masc nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρήνειας — πειραίνω fasten by the ends aor opt act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείραινε — πειραίνω fasten by the ends imperf ind act 3rd sg περαίνω bring to an end imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίνω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α 1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, τό αποπερατώνω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, η, ον βλ. πεπερασμένος αρχ. 1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek