πικραίνω

πικραίνω

πικραίνω, spitz, scharf, u., in Bezug auf den Geschmack, herbe, bitter machen; übertr., Mißvergnügen verursachen, auf eine empfindliche Art reizen, erbittern, pass. böse werden, zürnen, Plat. Legg. V, 731 d, ἀκοήν, im Ggstz von γλυκαίνω, D. Hal. C. V. 15; μήτε πικραίνεσϑαι μήτε μνησικακεῖν, Dem. epist. 1 p. 633, 8; auch ὁ ζωγράφος πονεῖ τι καὶ πικραίνεται, A ntiphan. com. bei Ath. VI, 258 d, er plagt sich. – Bei den Rhetoren auch vom Ausdrucke, ihn hart, rauh machen, im Ggstz von τρυφεροῖς ὀνόμασι καλλωπίζειν, s. D. Hal. vi Dem. 55.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πικραίνω — πικραίνω, πίκρανα βλ. πίν. 44 Σημειώσεις: πικραίνω – πικρίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση. Το πικραίνω αναφέρεται σε αισθήματα πίκρας, ενώ το πικρίζω σε πικρή γεύση …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πικραίνω — make sharp pres subj act 1st sg πικραίνω make sharp pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραίνω — ΝΜΑ [πικρός] 1. προκαλώ σε κάποιον την αίσθηση τού πικρού («κατάφαγε αὐτό καὶ πικρανεῑ σου τὴν κοιλίαν», ΚΔ) 2. προκαλώ πικρία, θλίψη σε κάποιον (α. «μέ πίκρανες τόσα χρόνια» β. «ὀ Παντοκράτωρ ὁ πικράνας μου τὴν ψυχήν», ΠΔ) 3. παθ. πικραίνομαι α) …   Dictionary of Greek

  • πικραίνω — πίκρανα, πικράθηκα, πικραμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να είναι πικρό: Το πίκρανες το λικέρ με το πικραμύγδαλο που έβαλες. 2. μτφ., λυπώ, δυσαρεστώ κάποιον: Τα παιδιά πολλές φορές πικραίνουν αδικαιολόγητα τους γονείς. 3. αμτβ., γίνομαι πικρός: Κάηκε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικραίνεσθε — πικραίνω make sharp pres imperat mp 2nd pl πικραίνω make sharp pres ind mp 2nd pl πικραίνω make sharp imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινομένων — πικραίνω make sharp pres part mp fem gen pl πικραίνω make sharp pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινόμενον — πικραίνω make sharp pres part mp masc acc sg πικραίνω make sharp pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραινόντων — πικραίνω make sharp pres part act masc/neut gen pl πικραίνω make sharp pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρανεῖ — πικραίνω make sharp fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) πικραίνω make sharp fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικρανοῦσι — πικραίνω make sharp fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) πικραίνω make sharp fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πικραίνει — πικραίνω make sharp pres ind mp 2nd sg πικραίνω make sharp pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”