- πικραντικός
πικραντικός, Bitterkeit erregend, bitter; διατίϑεμαι, ἀψινϑίου τῇ γεύσει προςαχϑέντος, Sext. Emp. adv. log. 1, 367.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικραντικός, Bitterkeit erregend, bitter; διατίϑεμαι, ἀψινϑίου τῇ γεύσει προςαχϑέντος, Sext. Emp. adv. log. 1, 367.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικραντικός — ή, όν, Α [πικραίνω] αυτός που έχει την προδιάθεση να πικραίνεται. επίρρ... πικραντικῶς φρ. «πικραντικῶς διατίθεσθαι» με την προδιάθεση να πικραίνεται, να θλίβεται … Dictionary of Greek
πικραντικός — ή, ό αυτός που μπορεί να κάνει κάτι πικρό ή να προκαλέσει λύπη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικραντικῶς — πικραντικός disposed to bitterness. adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)