- πικρό-γαμος
πικρό-γαμος, dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρό-γαμος, dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαθραιογαμώ — λαθραιογαμῶ και λαθρογαμῶ, έω (Μ) 1. συνάπτω παράνομο γάμο 2. μοιχεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαθραιόγαμος < λαθραῖος + γαμος (< γάμος), πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος] … Dictionary of Greek
λιπόγαμος — λιπόγαμος, ον (Α) 1. αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς τού γάμου, τη συζυγική κοίτη 2. το θηλ. ως ουσ. (για την Ελένη) ή λιπόγαμος η μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γάμος (< γάμος), πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος] … Dictionary of Greek
πρωτόγαμος — η, ο / πρωτόγαμος, ον, ΝΑ αυτός που μόλις πριν από λίγο παντρεύτηκε, ο νεόνυμφος νεοελλ. αυτός που παντρεύεται για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γαμος (< γάμος), πρβλ. κακό γαμος, πικρό γαμος] … Dictionary of Greek
μελλόγαμος — η, ο (Α μελλόγαμος και μελλέγαμος, ον) μελλόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος)] … Dictionary of Greek
νεόγαμος — η, ο (Α νεόγαμος, ον) αυτός που έχει παντρευτεί πρόσφατα, ο νιόπαντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος)] … Dictionary of Greek
οιόγαμος — οἰόγαμος, ον (Α) (ποιητ. τ.) μονόγαμος («εἰ δέ τις ἡμῑν μέμφεται, ἐν πενίη μιμνέτω οἰογάμῳ», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γάμος (πρβλ. πικρό γαμος)] … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πικρόγαμος — ον, Α αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γάμος] … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek