- πικρό-καρπος
πικρό-καρπος, von, mit bitterer Frucht, übertr., ἀνδροκτασία, Aesch. Spt. 675.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρό-καρπος, von, mit bitterer Frucht, übertr., ἀνδροκτασία, Aesch. Spt. 675.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δαμασκηνιά — Δέντρο οπωροφόρο της οικογένειας των ροδινών, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία προύνος ο ήμερος (prunus domestica). Έχει μέτριες διαστάσεις (2 7 μ.), χνουδωτούς βλαστούς και φύλλα προμήκη, αντωοειδή, οδοντωτά και ελαφρώς ρυτιδωτά. Τα άνθη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… … Dictionary of Greek
πίκραινα — (picraena). Δέντρο με άνθη πρασινωπά κατά βότρεις. Ο καρπός είναι δρύπη. Το ξύλο του είναι πολύ μικρό. Η π. ευδοκιμεί στις Αντίλες και τη Γουιάνα. * * * η, Ν βοτ. δέντρο τών Αντιλών και τής Γουιάνας, με πολύ πικρό ξύλο … Dictionary of Greek
πικραγγουριά — (εκβάλλιο το ελατήριο). Πολυετές ποώδες φυτό της μεσογειακής ζώνης, της οικογένειας των κολοκυνθιδών ή κουκουρβιτιδών (δικοτυλήδονα). Στην Ελλάδα συναντάται παντού, σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, σε πετρώδεις εκτάσεις κλπ. Χαρακτηριστικό … Dictionary of Greek
αλστονία — (alstonia).Γένος φυτών της οικογένειας των αποκυνιδών, ιθαγενών της Ινδίας και της Αυστραλίας. Τα άνθη τους είναι μικρά, λευκά και σχηματίζουν επάκριες ταξιανθίες. Ο καρπός τους είναι πολύσπερμο κεράτιο. Στο γένος ανήκουν καλλωπιστικά,… … Dictionary of Greek
ανδίρα — (andira). Γένος χεδρωτών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, με περίπου 30 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αμερικής και Αφρικής. Πρόκειται για δέντρα αειθαλή, ύψους 7 15 μ., με φύλλα φτερωτά και άνθη τόσο μικρά ώστε δύσκολα διακρίνονται. Τα άνθη είναι … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κάρυο, εμετικό — Επιστημονική ονομασία φαρμακευτικής δρόγης, που προέρχεται από τα αποξηραμένα σπέρματα του στρύχνου του εμετικού (οικογένεια λογανιίδες), ενός δέντρου που φυτρώνει σε μερικές νότιες χώρες και νησιά της Ασίας (Σρι Λάνκα, Ταϊλάνδη, Ιάβα κ.α.).… … Dictionary of Greek
πολύγαλα — (πολύγαλα το κοινό). Ποώδες φυτό της οικογένειας των πολυγαλιδών (δικοτυλήδονα), κοινό στους βοσκότοπους· παλιότερα πίστευαν πως το νομευτικό αυτό φυτό είχε την ιδιότητα να αυξάνει το γάλα των αγελάδων και από αυτό προέρχεται το όνομά του. Φτάνει … Dictionary of Greek