- πικρό-γλωσσος
πικρό-γλωσσος, von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πικρό-γλωσσος, von, mit bitterer, beleidigender Zunge, Sprache, ἀραί, mit Bitterkeit ausgesprochen, Aesch. Spt. 769.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κενόγλωσσος — κενόγλωσσος, ον (Μ) αυτός που λέγει κενά, μάταια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. ελευθερό γλωσσος, πικρό γλωσσος] … Dictionary of Greek
λειόγλωσσος — λειόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει λεία, αβρή γλώσσα, κολακευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό γλωσσος, πικρό γλωσσος] … Dictionary of Greek
μυσαρόγλωσσος — μυσαρόγλωσσος, ον (Α) αυτός που έχει βδελυρή γλώσσα, αυτός που τα λεγόμενα ή τα γραφόμενά του είναι βδελυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυσαρός + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. πικρό γλωσσος] … Dictionary of Greek
χρυσόγλωσσος — και δ. γρφ. χρυσόγλωττος, ον, Μ χρυσόστομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πικρό γλωσσος] … Dictionary of Greek