- ἐθήμων
ἐθήμων, ον, gewohnt, Mus. 312 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐθήμων, ον, gewohnt, Mus. 312 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εθήμων — ἐθήμων, ον (Α) [έθος] 1. ο συνηθισμένος σε κάτι 2. συνήθης … Dictionary of Greek
ἐθήμων — accustomed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθήμονα — ἐθήμων accustomed neut nom/voc/acc pl ἐθήμων accustomed masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθήμονας — ἐθήμων accustomed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθήμονες — ἐθήμων accustomed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθήμονι — ἐθήμων accustomed dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθήμονος — ἐθήμων accustomed gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έθος — το (AM ἔθος) συνήθεια, έξη, έθιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έθος < Fέθος < IE*swedhos < ΙΕ ρ. *swedh , τής οποίας η εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα απαντά στον τ. είωθα*, ενώ η ετεροιωμένη στο λατ. sod ālis «σύντροφος, συνάδελφος». Η λ. έθος εξάλλου … Dictionary of Greek
εθημολογώ — ἐθημολογῶ ( έω) (Α) συλλέγω ως συνήθως. [ΕΤΥΜΟΛ. εθήμων + λογώ < λόγος < λόγος] … Dictionary of Greek
εθημοσύνη — ἐθημοσύνη, η (Α) [εθήμων] η συνήθεια … Dictionary of Greek