ἐλᾱϊκός

ἐλᾱϊκός

ἐλᾱϊκός, vom Oelbaume, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ελαϊκός — ή, ό (Α ἐλαϊκός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται στο δέντρο ελιά ή προέρχεται από λάδια 2. «ελαϊκό οξύ» ονομασία ενός ακόρεστου οξέος 3. (φαρμ.) αυτός που παρασκευάζεται με ελαϊκό οξύ («ελαϊκός μόλυβδος») αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από λάδι… …   Dictionary of Greek

  • ελαϊκός — ή, ό 1. που αναφέρεται στα έλαια ή στο δέντρο της ελιάς ή που προέρχεται από αυτά: Ελαϊκά προϊόντα. 2. (φαρμ.), που γίνεται με ελαϊκό οξύ: Ελαϊκός υδράργυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλαικῶν — ἐλαικός of olives fem gen pl ἐλαικός of olives masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαικόν — ἐλαικός of olives masc acc sg ἐλαικός of olives neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαΐνη — Ελαϊκός εστέρας της γλυκερίνης, συνηθέστερα ο τριελαϊκός εστέρας ή τριελαΐνη. Η τριελαΐνη είναι υγρό ελάχιστα διαλυτό στην αλκοόλη και ευδιάλυτο στον αιθέρα, στο βενζόλιο κ.ά. Αποτελεί ένα από τα συστατικά των λιπαρών υλών, βρίσκεται κυρίως στο… …   Dictionary of Greek

  • ἐλαικοῖς — ἐλαικός of olives masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαικήν — ἐλαικός of olives fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαικῶς — ἐλαικός of olives adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελάινος — η, ο (AM ἐλάϊνος, η, ον) 1. αυτός που προέρχεται από ελιά 2. το θηλ. ως ουσ. η ελαΐνη ο ελαϊκός εστέρας τής γλυκερίνης αρχ. 1. ελαΐνεος 2. αυτός που ανήκει στο δέντρο ελιά 3. ο κατασκευασμένος από ξύλο ή κλαδιά ελιάς, ελίσιος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • τριελαΐνη — η, Ν χημ. ο ελαϊκός τριεστέρας τής γλυκερίνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”