- πεντά-μηνος
πεντά-μηνος, fünfmonatlich; Arist. H. A. 7, 4; Plut. de fac. orb. lun. 20; vgl. Lob. Phryn. 416, wo es als unattisch verworfen wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-μηνος, fünfmonatlich; Arist. H. A. 7, 4; Plut. de fac. orb. lun. 20; vgl. Lob. Phryn. 416, wo es als unattisch verworfen wird.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
τριακοντάμηνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει ηλικία τριάντα μηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + μήν, μηνός (πρβλ. πεντά μηνος)] … Dictionary of Greek
πεντάμηνος — η, ο / πεντάμηνος και πεντέμηνος, ον, ΝΑ αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία ίση με πέντε μήνες 2. αυτός που αποτελείται ή περιλαμβάνει πέντε μήνες («πεντάμηνοι περίοδοι», Πλούτ.) 3. αυτός που γεννήθηκε τον πέμπτο μήνα μετά τη σύλληψη 4. το ουδ. ως… … Dictionary of Greek
πενταμήνιος — ον, Α ο πενταμηνιαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μήνιος (< μην, μηνός), πρβλ. επτα μήνιος] … Dictionary of Greek