- πεντάμορφος
πεντάμορφος, fünfgestaltig, Simpl. zu Epict.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάμορφος, fünfgestaltig, Simpl. zu Epict.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάμορφος — η, ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα νεοελλ. 1. πολύ όμορφος, πανέμορφος 2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη (λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών… … Dictionary of Greek
πεντάμορφος — η, ο 1. ο εξαιρετικά όμορφος, ωραιότατος: Η πεντάμορφη κόρη του παραμυθιού. 2. Πεντάμορφη όνομα σε παιδικά παραμύθια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πεντάμορφον — πεντάμορφος having five shapes masc/fem acc sg πεντάμορφος having five shapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταμόρφου — πεντάμορφος having five shapes masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
πανέμορφος — η, ο πολύ όμορφος, ωραιότατος, πεντάμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + έμορφος] … Dictionary of Greek
παντεύμορφος — ον, Μ πολύ όμορφος, πανέμορφος, ωραιότατος, πεντάμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + εὔμορφος] … Dictionary of Greek
πεντάσχημος — η, ο / πεντάσχημος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο υπερβολικά άσχημος αρχ. αυτός που έχει πέντε διαφορετικά σχήματα ή μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος. Ο τ. με την νεοελλ. σημ. «υπερβολικά άσχημος» < πεντ με επιτ. σημ.… … Dictionary of Greek
πεντέμορφος — ον, Α βλ. πεντάμορφος … Dictionary of Greek
χιλιοέμορφος — η, ο, Ν πολύ όμορφος, πεντάμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + έμορφος] … Dictionary of Greek