- πεντά-μνουν
πεντά-μνουν, τό, fünf Minen an Gewicht, τυροῦ, Ath. IV, 184 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-μνουν, τό, fünf Minen an Gewicht, τυροῦ, Ath. IV, 184 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάμνους — ουν, Α 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε μνων 2. (ιδίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ πεντάμνουν μέτρο χωρητικότητας πέντε μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μνους / μνουν (< μνᾶ), πρβλ. ημί μνουν] … Dictionary of Greek