- πεντά-λιτρος
πεντά-λιτρος, fünf λίτραι schwer, fünfpfündig, Erkl. von πενταστάτηρος, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-λιτρος, fünf λίτραι schwer, fünfpfündig, Erkl. von πενταστάτηρος, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντηκοντάλιτρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα λίτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. πεντά λιτρος] … Dictionary of Greek
πεντάλιτρος — και πεντέλιτρος ον, Α 1. αυτός που έχει βάρος πέντε λίτρων 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντέλιτρον βάρος πέντε λιτρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * πέντε + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. δεκά λιτρος] … Dictionary of Greek