ἐλεεινός

ἐλεεινός

ἐλεεινός, mitleidswerth, bejammernswürdig; δός μ' ἐς Ἀχιλλῆος φίλον ἐλϑεῖν ἠδ' ἐλεεινόν Il. 24, 309, als Einer der Mitleid findet; übh. unglücklich, Hom. u. Folgde; Plat. Legg. V, 729 b; Lys. 24, 7; καὶ ἄϑλιος Plat. Gorg. 469 a; auch von Sachen, ϑέα Rep. X, 620 a; ἐλεεινόν τι λέγειν Ion 535 c; δράματα Apol. 35 b; – ἐλεεινὸν ὑπ' ὀφρύσι δάκρυον εἶβεν, Od. 8, 531. 16, 219; – activ., mitleidig, ὦ τόξον, ἦ που ἐλεεινὸν ὁρᾷς Soph. Phil. 1115; auch bei Plat. (der nach B. A. 92 κατὰ ἐλεητικοῠ τὸν ἐλεεινὸν τέϑεικε) ist τὸ ἐλεεινόν das Mitleid, Rep. X, 606 b; οὐδὲν πάνυ μοι ἐλεεινὸν εἰςῄει Phaed. 59 a. – Ἐλεεινά, adv., Il. 2, 314 u. Sp.; ἐλεεινῶς, Dem. Vgl. ἐλεινός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐλεεινός — finding pity masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεεινός — ή, ό (AM ἐλεεινός, ή, όν Α και ἐλεηνός και ἐλεινός, ή, όν) αυτός που προκαλεί τον οίκτο ή αξίζει πράγματι να προκαλέσει τον οίκτο, αξιολύπητος ([πλεοναστ. φράση] «ελεεινός και αξιολύπητος» ή «αξιοθρήνητος») μσν. νεοελλ. 1. εκείνος που αξίζει… …   Dictionary of Greek

  • ελεεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο άξιος οίκτου, ο αξιολύπητος, ο θλιβερός: Ζει σε καλύβι, σ ελεεινή κατάσταση. 2. (για πρόσωπα), ο αξιοκατάκριτος, ο άξιος περιφρόνησης: Είναι ελεεινός χαρακτήρας. 3. (για πράγματα), που είναι κακής ποιότητας: Ελεεινή τροφή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλεεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual ἐλεεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεινά — ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc pl (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc/acc dual (attic) ἐλεινά̱ , ἐλεεινός finding pity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεινότερον — ἐλεεινός finding pity adverbial comp (attic) ἐλεεινός finding pity masc acc comp sg (attic) ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc comp sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινῶν — ἐλεεινός finding pity fem gen pl ἐλεεινός finding pity masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινόν — ἐλεεινός finding pity masc acc sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότατα — ἐλεεινός finding pity adverbial superl ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεεινότατον — ἐλεεινός finding pity masc acc superl sg ἐλεεινός finding pity neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”