ἐλεγκτήρ

ἐλεγκτήρ

ἐλεγκτήρ, ῆρος, ὁ, der Ueberführer, Antiph. II δ 5, wo sonst ἐλεγκτής stand.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐλεγκτήρ — one who convicts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτής — ἐλεγκτήρ one who convicts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλεγκτά — ἐλεγκτά̱ , ἐλεγκτήρ one who convicts masc nom/voc/acc dual ἐλεγκτήρ one who convicts masc voc sg ἐλεγκτήρ one who convicts masc nom sg (epic) ἐλεγκτός fit to be refuted or worthy of reproof neut nom/voc/acc pl ἐλεγκτά̱ , ἐλεγκτός fit to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελεγκτήρας — Όργανο μέτρησης που στη μηχανουργική τεχνολογία χρησιμεύει για τον γρήγορο έλεγχο των διαστάσεων των κατεργάσιμων τεμαχίων. Οι ε. έχουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τα τεμάχια που προορίζονται να μετρήσουν. Διακρίνονται σε σταθερούς (για τον… …   Dictionary of Greek

  • ελεγκτής — ο (Α ἐλεγκτής) νεοελλ. υπάλληλος αρμόδιος να ελέγχει τη διαχείριση, τα πεπραγμένα άλλων υπαλλήλων («εφορειακός ελεγκτής, τελωνειακός κ.λπ.») αρχ. ο ελεγκτήρ …   Dictionary of Greek

  • ἐλεγκτέα — ἐλεγκτέος neut nom/voc/acc pl ἐλεγκτήρ one who convicts masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”