- ἐλεεινότης
ἐλεεινότης, ητος, ἡ, als Erkl. von ἔλεος, Schol. Eur. Or. 956; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεεινότης, ητος, ἡ, als Erkl. von ἔλεος, Schol. Eur. Or. 956; K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐλεεινότητα — ἐλεεινότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεεινότητος — ἐλεεινότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελεεινότητα — η (ΑΜ ἐλεεινότης) νεοελλ. 1. ποταπότητα, αχρειότητα 2. πληθ. ελεεινές πράξεις μσν. αθλιότητα, αμαρτωλότητα (ως έκφραση ταπεινοφροσύνης) αρχ. έλεος … Dictionary of Greek