- πεντά-κλῑνος
πεντά-κλῑνος, von od. zu fünf Betten, Tischlagern, Sitzen, σχολαστήριον, Ath. V, 205 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-κλῑνος, von od. zu fünf Betten, Tischlagern, Sitzen, σχολαστήριον, Ath. V, 205 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράκλινος — η, ο / τετράκλινος, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο») μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντά… … Dictionary of Greek
πεντάκλινος — η, ο / πεντάκλινος και πεντέκλινος, ον, ΝΑ (για οικία ή για δωμάτιο) αυτός που περιλαμβάνει ή χωρεί πέντε κλίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + κλινος (< κλίνη), πρβλ. επτά κλινος] … Dictionary of Greek