- πεντά-κλαδος
πεντά-κλαδος, fünfzweigig, E. M
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-κλαδος, fünfzweigig, E. M
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάκλαδος — ον, Α αυτός που έχει πέντε κλάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κλάδος (πρβλ. ολιγό κλαδος)] … Dictionary of Greek