- πεντά-δραχμος
πεντά-δραχμος, fünf Drachmen schwer od. werth; Her. 6, 89; Arist. pol. 4, 16 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-δραχμος, fünf Drachmen schwer od. werth; Her. 6, 89; Arist. pol. 4, 16 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… … Dictionary of Greek