- πεντά-μυρον
πεντά-μυρον, τό, eine Art Salbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-μυρον, τό, eine Art Salbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετράμυρον — τὸ, Α φάρμακο παρασκευασμένο από τέσσερα μύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μύρον «ευώδες, αρωματικό έλαιο» (πρβλ. πεντά μυρον)] … Dictionary of Greek
πεντάμυρον — και δ. γρφ. πεντάμοιρον, τὸ, ΜΑ είδος μύρου από πέντε αρώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μύρον. Η λ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε πεντάμοιρον] … Dictionary of Greek