- πεντά-γραμμος
πεντά-γραμμος, von od. mit fünf Linien, Luc. pro lapsu 5. S. πεντέγρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-γραμμος, von od. mit fünf Linien, Luc. pro lapsu 5. S. πεντέγρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίγραμμος — ον, ΜΑ τριγράμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. πεντά γραμμος] … Dictionary of Greek
πεντάγραμμος — η, ο / πεντάγραμμος και πεντέγραμμος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πέντε γραμμές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγραμμο μαθημ. επίπεδο αστεροειδές σχήμα που διαμορφώθηκε για πρώτη φορά από τους Πυθαγορείους και ορίζεται από πέντε ευθύγραμμα… … Dictionary of Greek