- πεντά-χορδος
πεντά-χορδος, fünfsaitig, Ath. XIV, 637 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-χορδος, fünfsaitig, Ath. XIV, 637 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποσάχορδος — ον, Α με πόσες χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + χορδος (< χορδή) κατά τα τετρά χορδος, πεντά χορδος] … Dictionary of Greek
πεντάχορδος — η, ο / πεντάχορδος, ον, ΝΜΑ 1. (για μουσικά όργανα) αυτός που έχει πέντε χορδές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάχορδο αρχαίο ελληνικό μουσικό όργανο σκυθικής προέλευσης με πέντε χορδές το οποίο παιζόταν με πλήκτρο 3. φρ. «πεντάχορδο μουσικό σύστημα» ή … Dictionary of Greek
πεντεκαιδεκάχορδος — η, ο / πεντεκαιδεκάχορδος, ον, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από δεκαπέντε χορδές νεοελλ. φρ. «πεντεκαιδεκάχορδο σύστημα» μουσ. μουσικό σύστημα που εκτείνεται σε δύο οκτάβες, δηλ. 15 φθόγγους, και συντίθεται από 4 τετράχορδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek