- πεντά-χρονος
πεντά-χρονος, fünfzeitig, ῥυϑμός, D. Hal. C. V. p. 238.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-χρονος, fünfzeitig, ῥυϑμός, D. Hal. C. V. p. 238.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάχρονος — η, ο / πεντάχρονος, ον, ΝΑ (για μουσικό ρυθμό ή ποιητικό μέτρο) αυτός που συνίσταται σε πέντε πρώτους χρόνους, ο πεντάσημος νεοελλ. 1. αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία πέντε χρόνων, πενταετής (α. «πεντάχρονο παιδί» β. «πεντάχρονη συμφωνία») 2.… … Dictionary of Greek
πεντέχρονον — τὸ, Α χρονικό διάστημα πέντε χρόνων, πενταετία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + χρόνος] … Dictionary of Greek