- ἐν-θέμιον
ἐν-θέμιον, τό, der hintere Schiffsraum, Poll. 1, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-θέμιον, τό, der hintere Schiffsraum, Poll. 1, 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-θέμι — νεοελλ. β συνθετικό λέξεων που λειτουργεί πλέον ως επίθημα που δηλώνει ότι το πρώτο συνθετικό τής λέξης βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία («κοριτσοθέμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. αρχ. θέμιον (< θέμα < τίθημι), πρβλ. εν θέμιον. Εξελίχθηκε σε επίθημα… … Dictionary of Greek