ενθένδε — ἐνθένδε και αττ. επιτατ. τ. ἐνθενδὶ (Α) επίρρ. 1. (για τόπο) από εδώ, από εκεί («στῆτε παρ ἐμέ..., ἐνθένδε θ ὑμεΐς», Αριστοφ.) 2. (με ρήμ. κινήσεως) απ εδώ, δηλ. απ αυτόν τον κόσμο στον Άδη 3. (για χρόνο) απ αυτόν τον χρόνο, μετά απ αυτό 4. από ή … Dictionary of Greek
ἐνθένδε — hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνθένδ' — ἐνθένδε , ἐνθένδε hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀνθένδε — ἐνθένδε , ἐνθένδε hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐνθένδ' — ἐνθένδε , ἐνθένδε hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐνθένδε — ἐνθένδε , ἐνθένδε hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνθένδ' — ἐνθένδε , ἐνθένδε hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνθένδε — ἐνθένδε , ἐνθένδε hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθένδ' — ἐνθένδε , ἐνθένδε hence indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ошьствиѥ — ОШЬСТВИ|Ѥ (56), ˫А с. 1. Уход, удаление: камо имамъ… приити. по ѡшьствии моѥмь ѿсюдѹ. СкБГ XII, 9г; ни ѥдиномѹ же по ѡшествию ѥго [Феодора в изгнание] исходити из манастыр˫а (μετὰ τὴν… ἀποφοίτησιν) ЖФСт к. XII, 121; напрасноѥ боголюбивааго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ενθενδί — ἐνθενδί (Α) επίρρ. αττ. επιτατ. τ. τού ενθένδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ενθένδε + ί] … Dictionary of Greek