- ἐν-θάλασσος
ἐν-θάλασσος, att. -ττος, in dem Meere befindlich, D. Sic. 2, 43 σπιλάδες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-θάλασσος, att. -ττος, in dem Meere befindlich, D. Sic. 2, 43 σπιλάδες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
τριθάλασσος — η, ο / τριθάλασσος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. τριθάλαττος, ον, Α (για τόπο) αυτός που περιβρέχεται από τρεις θάλασσες («τριθάλαττος ἡ Βοιωτία», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ὑπερ θάλασσος] … Dictionary of Greek
υπερθάλασσος — ον, Α ὑπερθαλασσίδιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. αμφι θάλασσος] … Dictionary of Greek
φιλοθάλασσος — και φιλοθάλαττος, ον, Α αυτός που αγαπά πολύ τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θάλασσος (< θάλασσα), πρβλ. ἐμπειρο θάλασσος] … Dictionary of Greek
κακοθάλασσος — η, ο (για πλοία) αυτός που κλυδωνίζεται εύκολα στη θάλασσα («κακοθάλασσο καράβι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θάλασσα (πρβλ. καλο θαλασσος)] … Dictionary of Greek
μιξοθάλασσος — μιξοθάλασσος, ον (Α) αυτός που έχει σχέση με τη θάλασσα, δηλαδή ο ναύτης και ο ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + θάλασσος (< θάλασσα)] … Dictionary of Greek
πλατυθάλασσος — ον, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει πλατιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + θάλασσος (< θάλασσα)] … Dictionary of Greek