- πεντά-πους
πεντά-πους, ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-πους, ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάπους — ουν / πεντάπους και πεντέπους, ουν, ΝΑ αυτός που έχει πέντε πόδια («πεντάπουν Ἑρμοῡ ἄγαλμα», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + πους (< ποῦς, ποδός), πρβλ. δί πους] … Dictionary of Greek
πεντάπεδος — ον, Α αυτός που έχει μήκος πέντε ποδών, ο πεντάπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πεδος (< πέζα* < *πεδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. οκτά πεδος] … Dictionary of Greek
πενταποδία — η, ΝΑ κώλο το οποίο αποτελείται από πέντε πόδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ποδία (< πούς, ποδός)] … Dictionary of Greek
τριακοντάπεδος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος τριάντα ποδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πεδος (<*πέζα <*πέδjα, δωρ. τ. τής λ. πούς), πρβλ. πεντά πεδος] … Dictionary of Greek