- πεντά-πηχυς
πεντά-πηχυς, εος, von fünf Ellen; Her. 9, 83; Ath. V, 202 b 213 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-πηχυς, εος, von fünf Ellen; Her. 9, 83; Ath. V, 202 b 213 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκάπηχυς — και τρισκαιδεκάπηχυς και δωρ. τ. τρεισκαιδεκάπαχυς, υ, Α αυτός που έχει ύψος δεκατριών πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + πῆχυς (πρβλ. πεντά πηχυς)] … Dictionary of Greek
τριακοντάπηχυς — υ, Α αυτός που έχει μήκος τριάντα πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πῆχυς (πρβλ. πεντά πηχυς)] … Dictionary of Greek
πεντάπηχυς — υ / πεντάπηχυς και αττ. τ. πεντέπηχυς, υ, ΝΑ αυτός που έχει μήκος ή πλάτος πέντε πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + πῆχυς (πρβλ. δί πηχυς)] … Dictionary of Greek