- πεντά-πορος
πεντά-πορος, mit fünf Gängen, Ausflüssen, προχοαί, D. Per. 301.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντά-πορος, mit fünf Gängen, Ausflüssen, προχοαί, D. Per. 301.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντάπορος — η, ο / πεντάπορος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε πόρους, δηλαδή, διόδους, περάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + πορος (< πόρος), πρβλ. επτά πορος] … Dictionary of Greek