ὁμηρεύω — to be pres subj act 1st sg ὁμηρεύω to be pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομηρεύω — (I) ὁμηρεύω (Α) [όμηρος] 1. είμαι όμηρος ή χρησιμεύω ως όμηρος («τούς τε παῑδας ὁμηρεύειν εἰς ἀσφάλειαν πίστεως ἔδωκεν», Ηρωδιαν.) 2. μτφ. χρησιμεύω ως εγγυητής («[οἶνος] πίστιν ἀνθρώποις καὶ φιλίαν ὁμηρεύει», Ιώσ.) 3. παίρνω κάποιον ως όμηρο ή… … Dictionary of Greek
ὁμηρεύσει — ὁμηρεύω to be aor subj act 3rd sg (epic) ὁμηρεύω to be fut ind mid 2nd sg ὁμηρεύω to be fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρευόντων — ὁμηρεύω to be pres part act masc/neut gen pl ὁμηρεύω to be pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεῦον — ὁμηρεύω to be pres part act masc voc sg ὁμηρεύω to be pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύει — ὁμηρεύω to be pres ind mp 2nd sg ὁμηρεύω to be pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύοντα — ὁμηρεύω to be pres part act neut nom/voc/acc pl ὁμηρεύω to be pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύουσι — ὁμηρεύω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁμηρεύω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύουσιν — ὁμηρεύω to be pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁμηρεύω to be pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύσαντα — ὁμηρεύω to be aor part act neut nom/voc/acc pl ὁμηρεύω to be aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηρεύσοντα — ὁμηρεύω to be fut part act neut nom/voc/acc pl ὁμηρεύω to be fut part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)