- ἐν-ηβητήριον
ἐν-ηβητήριον, τό, Vergnügungsort; Her. 2, 133; Ael. N. A. 11, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-ηβητήριον, τό, Vergnügungsort; Her. 2, 133; Ael. N. A. 11, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηβητήριον — ἡβητήριον, τὸ (Α) [ηβητήρ] 1. τόπος όπου συγκεντρώνονταν οι έφηβοι για γυμναστική ή διασκέδαση, παιχνίδι 2. συμπόσιο … Dictionary of Greek
ἡβητήριον — a place where young people meet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡβητηρίοις — ἡβητήριον a place where young people meet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡβητηρίων — ἡβητήριον a place where young people meet neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡβητήρια — ἡβητήριον a place where young people meet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)