- ἐν-αλλάγδην
ἐν-αλλάγδην, abwechselnd; Agath. 3 (V, 302); Man. 4, 181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-αλλάγδην, abwechselnd; Agath. 3 (V, 302); Man. 4, 181.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλλάγδην — ἀλλάγδην (Α) [ἀλλάσσω] επίρρ. κατ’ εναλλαγήν, συναλλαχτά … Dictionary of Greek
ἀλλάγδην — alternately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek