ἐμβολή

ἐμβολή

ἐμβολή, , 1) das Hineinwerfen, -fügen, ἄρϑρων Hippocr.; das Einsetzen, Einschieben eines Buchstaben, Plat. Crat. 437 a. – 2) das Hineindringen, der Einfall, Xen. Cyr. 2, 3, 17; τὴν εἰς τοὺς Καρδούχους ἐμβολὴν ποιεῖσϑαι An. 4, 1, 4; beim Angriff eines Schiffes der Stoß, den es mit seinem Schnabel auf die Seite des andern thut, Aesch. Pers. 401; μάχην συνάψαι ναΐοισιν ἐμβολαῖς 328; ἐμβολὴ τῶν νεῶν Thuc. 2, 89. 7, 70; vgl. προςβολή; ἐμβολὰς ἔχειν, solche Stöße u. Verletzungen dadurch empfangen haben, Xen. Hell. 4, 3, 13; – der Wurf, Schuß, ἀπ' ἰσχυρᾶς ἐμβολῆς ἀπεστέλλετο τὸ βέλος Luc. Nigr. 36; vgl. Eur. Andr. 1130; λίϑ ων καὶ δοκῶν Pol. 8, 9, 3; δοράτων, ὕσσῶν, Plut. Coriol. 9 Pomp. 8. – 3) der Ort zum Eindringen, Eingang, Paß; ἡ πρὸς Θεσπιῶν Xen. Hell. 5, 4, 48. – 4) von Flüssen, die Mündung; Her. 1, 191; Plut. Ant. 41. – 5) der Balken des Mauerbrechers, an dem der Widderkopf sitzt, Thuc. 2, 76 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐμβολή — putting in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβολή — Απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από έμβολο που μπορεί να είναι στερεό, υγρό και αέριο και έχει μεταφερθεί στη θέση αυτή με την κυκλοφορία του αίματος, σε αντίθεση με τη θρόμβωση, όπου ο θρόμβος σχηματίστηκε στη θέση της απόφραξης. Τα στερεά έμβολα τις …   Dictionary of Greek

  • εμβολή — η 1. στρατιωτική εισβολή, επιδρομή. 2. (ναυτ.), α. το τυχαίο τρακάρισμα πλοίων από κακό χειρισμό, σύγκρουση. β. η πρόσκρουση πολεμικού πλοίου πάνω σε εχθρικό με το έμβολο ή την πλώρη με σκοπό την καταβύθισή του ή και η έφοδος, που ακολουθεί, του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβολῇ — ἐμβολῆι , ἐμβολεύς anything put in masc dat sg (epic ionic) ἐμβολή putting in fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεριώδης εμβολή — Η απόφραξη μιας αρτηρίας από φυσαλίδες αέρα, που έχουν μπει στο αίμα στη διάρκεια της εγχείρησης ή μετά από τραυματισμό, από ατύχημα ή σε ατύχημα πίεσης (στην περίπτωση π.χ. των δυτών) …   Dictionary of Greek

  • ἐμβολαῖς — ἐμβολή putting in fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολαί — ἐμβολή putting in fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολήν — ἐμβολή putting in fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολῶν — ἐμβολή putting in fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμβολο — Μηχανικό όργανο το οποίο, στις μηχανές εναλλασσόμενης κίνησης, παλινδρομεί στο εσωτερικό του κυλίνδρου και χρησιμεύει στη μετατροπή της πίεσης ενός υγρού σε μηχανική ενέργεια ή αντίστροφα. Στις μηχανές διπλής δράσης (π.χ. στις ατμομηχανές) το έ.… …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”