ἐν-αλλάξ

ἐν-αλλάξ

ἐν-αλλάξ, wechselsweis, abwechselnd; ἀμειβόμενος Pind. N. 10, 55; Her. 3, 40; ἴσχειν τὼ πόδ' ἐν., kreuzweis, Ar. Nubb. 983; οἷ δὴ δι' ἐνιαυτοῦ πέμπτου, τοτὲ δὲ ἐν. ἕκτου ξυνελέγοντο Plat. Criti. 119 d; τινός, D. Sic. 5, 7; ἀλλήλοις, Aen. Tact. 26; αἱ ἐν. γωνίαι, Wechselwinkel, Euclid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλλάξ — ἀλλάξ (Α) [ἀλλάσσω] επίρρ. εναλλάξ …   Dictionary of Greek

  • ἀλλάξ — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) …   Dictionary of Greek

  • αλλαξιά — η 1. ανταλλαγή, αλλαγή 2. ενδυμασία, φορεσιά 3. (ειδικότερα) εσωτερικός ιματισμός, τα εσώρουχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αλλαξ (άλλαξα, αλλάξω) τού ρήμ. αλλάζω + παραγ. κατάλ. ιά. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξιάρης] …   Dictionary of Greek

  • αμφαλλάξ — ἀμφαλλάξ επίρρ. (Α) εναλλάξ, εκ περιτροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + επίρρ. ἀλλὰξ ή απευθείας από το ἀμφαλλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • κοιταξιά — η βλέμμα, κοίταγμα, ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοίταξ (πρβλ. κοίταξ α, αόρ. τού κοιτάζω) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, σταξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • κραξιά — η 1. κραυγή, ιδίως κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως ορνίθων ή άλλων κατοικίδιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ τού κράζω (πρβλ. αόρ. ἔ κραξ α) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, ρουφηξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • κρυψιά — η απόκρυψη, κρύψιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυψ (πρβλ. ἔ κρυψ α, αόρ. τού κρύβω) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, ριξ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • παραλλάξ — Α επίρρ. (με τροπ. σημ.) 1. διαδοχικά, εναλλάξ 2. πλευρό με πλευρό, παραπλεύρως 3. φρ. «παραλλὰξ εἰμί» (για δρόμους, αγωγούς, πόρους κ.λπ.) ξεκινώ από αντίθετο σημείο προς ένα άλλο και κατευθύνομαι προς αυτό χωρίς να συναντώμαι μαζί του,… …   Dictionary of Greek

  • ρουφηξιά — η, Ν 1. η ρουφηγματιά 2. η ποσότητα τού καπνού που εισπνέει ο καπνιστής με μία ρουφηγματιά τού τσιγάρου 3. φρ. «με μια ρουφηξιά» μονορούφι, διαμιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ρουφηξ τού αορ. ρούφηξα τού ρουφώ + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά)]· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”