ἐμ-βελής

ἐμ-βελής

ἐμ-βελής, ές, innerhalb des Pfeilschusses; Pol. 8, 7, 2; D. Sic. 20, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Βελής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κώστας. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Ευρυτανίας. Ήταν αρματολός πριν από την Επανάσταση και έζησε από το 1800 στην αυλή του Αλή πασά, υπηρέτησε μάλιστα και ως πρωτοπαλίκαρο του Βελή Γκέκα. Το αληθινό του όνομα ήταν …   Dictionary of Greek

  • καταβελής — καταβελής, ές (AM) αυτός που έχει πληγεί με πολλά βέλη, καταπληγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βελής (< βέλος), πρβλ. εμ βελής, συμ βελής] …   Dictionary of Greek

  • συμβελής — ές, Α χτυπημένος από πολλά βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + βελής (< βέλος), πρβλ. εμ βελής, κατα βελής] …   Dictionary of Greek

  • οξυβελής — ὀξυβελής, ές (Α) 1. αυτός που έχει οξεία, μυτερή αιχμή 2. οξύς, μυτερός, με τραχιά επιφάνεια 3. μτφ. σφοδρός («πόθον ὀξυβελῆ», Οππ.) 4. αυτός που ρίχνει, που εξακοντίζει με ταχύτητα βέλη 5. (το αρσ.) οξυβελής (με ή χωρίς τη λέξη καταπέλτης)… …   Dictionary of Greek

  • πολυβελής — ές, Μ 1. κάτοχος πολλών βελών 2. αυτός που ρίχνει με το τόξο του πολλά βέλη 3. φρ. «πολυβελεῑς τοξόται» διάβολοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ* + βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ βελής] …   Dictionary of Greek

  • τριβελής — ές, Α αυτός που έχει τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βελής (< βέλος), πρβλ. οξυ βελής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοβελής — ές, Μ χρυσοβελεμνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βελής (< βέλος), πρβλ. ἀκρο βελής] …   Dictionary of Greek

  • ακανθοβελής — ἀκανθοβελὴς ( οῡς), ές (Μ) αυτός που έχει μυτερά σαν βέλος αγκάθια, οξύς, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + βελὴς < βέλος) …   Dictionary of Greek

  • ακροβελής — ἀκροβελής ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει μυτερό άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + βελής < βέλος] …   Dictionary of Greek

  • Βελή πασάς — (1773 – 1822).Δευτερότοκος γιος του Αλή πασά Ιωαννίνων, από την πρώτη του γυναίκα Εμινέ. Νυμφεύτηκε την κόρη του Ισμαήλ πασά του Βερατίου Ζεϊβενιέ, από την oποία απέκτησε τρία παιδιά. To 1801 κινήθηκε κατά του πεθερού του Ισμαήλ, που υποστήριξε… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”