ἐμ-μελής

ἐμ-μελής

ἐμ-μελής, ές, im Klange übereinstimmend, wohlklingend; Tim. Locr. 101 b; παντοδαπῶν ὀργάνων ἐμμελεῖς φωναί Plut. Ant. 75; abgemessen, rhythmisch, κίνησις Luc. Häufig übertr., passend, schicklich, Ar. Eccl. 807; Plat. Soph. 259 d, wo οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου τινός (ἐστι) verbunden; tauglich, geschickt, ἐμμελεῖςτῶν τοιούτων γίγνεσϑαι κριτάς Legg. IX, 876 d; κἀπιδέξιος Theocr. ep. 19, 5; πρός τι, Plut. Lucull. 1, 16 u. öfter; auch = sorgfältig, Pol. 9, 20, 9; ἐμμελεστάτη πολιτεία, wohlgeordnete Verfassung, Plut. Pelop. 19; – artig, sein, witzig, Θρᾷττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα ϑεραπαινίς Plat. Theaet. 174 a; vgl. Ath. XIII, 585 b; Plut. Sol. 20; – bescheiden, ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι σωφρονισϑέντες Plat. Critia. 121 b; Ggstz πλημμελῶν 106 b; καὶ σωφρονικός Plut. Lyc. 11; von Sachen, οὐσία, bescheidenes, mäßiges Vermögen, Plat. Legg. VI, 776 b; überall an das rechte Maaß zu denken; vgl. ibd. 760 a, wo τὰ ἐμμελέστατα ἱερά sowohl τοῖς μεγίστοις als τοῖς σμικροτέροις entgegenstehen. – Adv. ἐμμελῶς ; Ggstz πλημμελῶς Plat. Legg. VII, 816 a; ὀρϑῶς εἴρηται καὶ ἐμμελῶς VI, 757 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Μέλης — masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελής — Ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σμύρνη, γενέτειρα του Ομήρου σύμφωνα με την παράδοση, ο οποίος και επονομάστηκε Μελητιάδης ή Μελησιγενής. Μερικοί πίστευαν πως ο Όμηρος έγραψε τα έπη του σε… …   Dictionary of Greek

  • μελής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του μελιού: Είχε μάτια μελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλης — μέλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικολαΐδης, Μελής — (Λάρνακα 1898 – Αθήνα 1979). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Διετέλεσε διευθυντής της κυπριακής εφημερίδας Ηχώ. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1928. Το 1936 40 και 1952 54 διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Ζωή. Από τα βιβλία του τα… …   Dictionary of Greek

  • Μέλαι — Μέλης masc nom/voc pl (doric) Μέλᾱͅ , Μέλης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέων — Μέλης masc gen pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελῶν — Μέλης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλαις — Μέλης masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλεα — Μέλης masc acc sg (epic doric ionic) Μελέης masc voc sg Μελέης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλη — Μέλης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”