- ἐν-αγλαΐζομαι
ἐν-αγλαΐζομαι, sich womit brüsten, sich worin gefallen, τινί, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐν-αγλαΐζομαι, sich womit brüsten, sich worin gefallen, τινί, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀγλαίζομαι — ἀγλαίζω splendour pres ind mp 1st sg ἀγλαΐζομαι , ἀγλαίζω splendour pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσαγλαΐζομαι — Α λαμπρύνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγλαΐζομαι «κοσμούμαι, καλλωπίζομαι»] … Dictionary of Greek