πεμπταῖος

πεμπταῖος

πεμπταῖος, fünftägig, am fünften Tage; πεμπταῖοι δ' Αἴγυπτον ἱκόμεσϑα, Od. 14, 257; πεμπταῖον γεγεναμένον, Pind. Ol. 6, 53; τὸν δὲ προκεῖσϑαι πεμπταῖον, Ar. Av. 474; νεκροὶ ἤδη ἦσαν πεμπταῖοι, Xen. An. 6, 2, 9, sie lagen schon fünf Tage; u. so bei den Folgdn überall.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεμπταῖος — on the fifth day masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπταίος — α, ο / πεμπταῑος, αία, ον, ΝΑ [πέμπτος] 1. αυτός που συμβαίνει κατά την πέμπτη ημέρα 2. αυτός που γίνεται κάθε πέμπτη ημέρα («πεμπταῑοι πυρετοί», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • πεμπταῖον — πεμπταῖος on the fifth day masc acc sg πεμπταῖος on the fifth day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπταῖα — πεμπταῖος on the fifth day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπταῖαι — πεμπταῖος on the fifth day fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπταῖοι — πεμπταῖος on the fifth day masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπταία — πεμπταί̱ᾱ , πεμπταῖος on the fifth day fem nom/voc/acc dual πεμπταί̱ᾱ , πεμπταῖος on the fifth day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπταίας — πεμπταί̱ᾱς , πεμπταῖος on the fifth day fem acc pl πεμπταί̱ᾱς , πεμπταῖος on the fifth day fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπταίων — πεμπταί̱ων , πεμπταῖος on the fifth day fem gen pl πεμπταί̱ων , πεμπταῖος on the fifth day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πεμπταΐζω — Α [πεμπταίος] (μόνο στη μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ.) πεμπταΐζοντες κατά την πέμπτη ημέρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”