πεμπαστής

πεμπαστής

πεμπαστής, , der (fünf) Zählende (s. πεμπάζω), Aesch. Pers. 942.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεμπαστής — ὁ, δωρ. τ. πεμπαστάς, Α [πεμπάζω] αυτός που αριθμεί, που μετρά κάτι …   Dictionary of Greek

  • πεμπαστήν — πεμπαστής one who counts masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμπαστάν — πεμπαστά̱ν , πεμπαστής one who counts masc acc sg (epic doric aeolic) πεμπαστής one who counts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”