- πεμπτ-άμερος
πεμπτ-άμερος, dor. statt πενϑήμερος, fünftägig, Pind. Ol. 5, 6, ἀέϑλων πεμπταμέροις ἁμίλλαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεμπτ-άμερος, dor. statt πενϑήμερος, fünftägig, Pind. Ol. 5, 6, ἀέϑλων πεμπταμέροις ἁμίλλαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.