πεφναῖος

πεφναῖος

πεφναῖος, = φονικός, Lyc. 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεφναίος — αία, ον, Α [Πέφνος] αυτός που κατάγεται από την Πέφνη τής Λακωνίας («Πεφναία κύων» η Ελένη τής Σπάρτης) …   Dictionary of Greek

  • Πεφναία — Πεφναίᾱ , Πεφναῖος of Pephnos fem nom/voc/acc dual Πεφναίᾱ , Πεφναῖος of Pephnos fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεφναίας — Πεφναίᾱς , Πεφναῖος of Pephnos fem acc pl Πεφναίᾱς , Πεφναῖος of Pephnos fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεφναίαν — Πεφναίᾱν , Πεφναῖος of Pephnos fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”