- πεφοβημένως
πεφοβημένως (φοβέομαι), erschrocken, furchtsam, Xen. Hell. 7, 5, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφοβημένως (φοβέομαι), erschrocken, furchtsam, Xen. Hell. 7, 5, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεφοβημένως — φοβέω put to flight perf part mp masc acc pl (doric) πεφοβημένως timorously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφοβημένως — Α επίρρ. με φόβο, φοβισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. πεφοβημένος τού φοβοῦμαι] … Dictionary of Greek