- πιφαλλίς
πιφαλλίς, ἡ, = πίφιγξ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιφαλλίς, ἡ, = πίφιγξ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιφαλλίς — Α (κατά τον Ησύχ.) «πίφιγξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το θ. τής λ. πίφ ιγξ* και εμφανίζει το ίδιο επίθημα με τον τ. κορυδ αλλίς] … Dictionary of Greek
pīp(p)- — pīp(p) English meaning: to squeak Deutsche Übersetzung: “piepen” Note: also unredupl. pī̆ with variant derivatives. onomatopoeic word Material: O.Ind. píppakü “ein certain bird”, pippīka “ein bird”? Gk. πῖπος f. or πίππος m.… … Proto-Indo-European etymological dictionary