πεφεισμένως

πεφεισμένως

πεφεισμένως, adv. zum partic. perf. pass. von φείδομαι, schonend, sparsam, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεφεισμένως — sparingly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεφεισμένως — ΜΑ επίρρ. με φειδώ, με προφύλαξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφεισμένος τού φείδομαι] …   Dictionary of Greek

  • υπαφίσταμαι — Α αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • φειδάλφιτος — ίτου, ὁ, Α 1. αυτός που εξοικονομεί τα απαραίτητα για την ζωή 2. (γενικά) οικονόμος, φειδωλός. επίρρ... φειδαλφίτως Α 1. φειδωλά 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐκ τοῡ ἄλφιτον ὅ ἐστι πεφεισμένως τῶν ἀλφίτων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδομαι + ἄλφιτον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”